γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
κεφαλόταξος — (Cephalotaxus). Γένος φυτών της οικογένειας των κωνοφόρων. Πρόκειται για αειθαλή δέντρα ή θάμνους, δίοικα στις περισσότερες περιπτώσεις, με πυκνό φύλλωμα και σπονδυλωτά κλαδιά. Τα φύλλα τους είναι μακριά, βελονοειδή και διατεταγμένα σε δύο σειρές … Dictionary of Greek
σειρηνοειδή — (και σεφηνίδες). Τάξη θηλαστικών, ιδιαίτερα προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, που είναι συγκεντρωμένα στις δυο οικογένειες των Ντουγκονγκιδών και των Τριχεχιδών. Τα σ. έχουν σώμα ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα· το κεφάλι είναι μεγάλο και ελάχιστα… … Dictionary of Greek
ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… … Dictionary of Greek
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
ερημοποίηση — Διεργασία που έχει άμεση σχέση με την υποβάθμιση των εδαφών λόγω της διάβρωσης. Το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UNEP) ορίζει ως ε. «την υποβάθμιση της γης σε άνυδρες, ημιάνυδρες και ξηρές με χαμηλή υγρασία περιοχές λόγω… … Dictionary of Greek
ιγκουάνα ή ιγουάνα — (iguana). Κοινή ονομασία πολλών ειδών ερπετών που ανήκουν στην οικογένεια των ιγκουανίδων, της υπόταξης των σαυρομόρφων, της τάξης των φολιδωτών ερπετών. Περιλαμβάνει ζώα διαφορετικού μεγέθους (μήκους 10 130 εκ.) τα οποία είναι προσαρμοσμένα σε… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek
Κομόρες — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία των Κομορών Έκταση: 1.862 τ. χλμ. Πληθυσμός: 614.382 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μορονί (60.200 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της νότιας Αφρικής, στον Ινδικό ωκεανό, που αποτελείται από τρία νησιά.Οι … Dictionary of Greek